ἀνακραυγάζω

ἀνακραυγάζω
ἀνακραυγάζω (TestSol 6:9 P ἀνεκραύγασαν; Epict. 2, 19, 15; Vi. Aesopi G 16) cry out Lk 4:35 D.—Frisk s.v. κράζω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανακραυγάζω — (Α ἀνακραυγάζω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κραυγάζω < κραυγή. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακραύγασμα] …   Dictionary of Greek

  • ἀνακραυγάζειν — ἀνακραυγάζω cry aloud pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακραυγάζων — ἀνακραυγάζω cry aloud pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακραυγάσαντι — ἀνακραυγάζω cry aloud aor part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακραυγάσας — ἀνακραυγά̱σᾱς , ἀνακραυγάζω cry aloud fut part act fem acc pl (doric) ἀνακραυγά̱σᾱς , ἀνακραυγάζω cry aloud fut part act fem gen sg (doric) ἀνακραυγάσᾱς , ἀνακραυγάζω cry aloud aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακραυγή — η δυνατή φωνή, κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κραυγή. ΠΑΡ. ανακραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • ανακραύγασμα — ἀνακραύγασμα, το (Α) [ἀνακραυγάζω] κραυγή, ξεφωνητό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”